- ἀσαλαμίνιος
- ἀσαλαμ̱ίνιος , ἀσαλαμίνιοςnot having been at Salamismasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασαλαμίνιος — ἀσαλαμίνιος, ον (Α) αυτός που δεν έχει πλεύσει προς τη Σαλαμίνα ή που δεν πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας … Dictionary of Greek